καρπικός

καρπικός
–ή, -ο
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καρπό τού χεριού («καρπικά οστά»)
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ. με περιλπτ. σημ.) τα καρπικά
καρποί που διατηρούνται για αρκετό χρόνο φυλαγμένοι ή κρεμασμένοι στα σπίτια, όπως κυδώνια, πεπόνια κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. η λ. προέρχεται από τον τ. καρπός (II) και μαρτυρείται στον Α. Μαυροκορδάτο από το 1836, ενώ με τη δεύτερη σημ. από τον τ. καρπός (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • υδροκαρπικός — ή, ό, Ν φρ. «υδροκαρπικό φυτό» βοτ. υδρόβιο φυτό στο οποίο η επικονίαση γίνεται πάνω από την επιφάνεια τού νερού, ενώ το φυτό αναπτύσσεται μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrocarpic < hydro (< υδρ[ο] *) + carpic (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”